τραπεζοφόρος

Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τραπεζοφόρον,
A bearing a table:
1 τ., ὁ, table-bearer, Ar.Fr.124.
2 τ., ἡ, priestess of Athene at Athens, Lycurg.Fr.48, Ister 16.
3 τραπεζοφόρον, τό, sideboard, Cic. Fam.7.23.3, Poll.10.69, Dig.33.10.3: also τραπεζοφόρος, ὁ, Artem.1.74.

German (Pape)

[Seite 1134] einen Tisch tragend, haltend, Tischträger; ἡ τρ., eine Priesterinn der Pallas in Athen, B. A. 307; τὸ τρ., ein Credenztisch, Artemid. 1, 76; Poll. 10, 69.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζοφόρος: ὁ культ. несущий или держащий (поддерживающий) стол, столоносец Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τραπεζοφόρος: ὁ φέρων τράπεζαν; 1) τραπεζοφόρος, ὁ, δοῦλος φέρων τράπεζαν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 175. 2) τραπεζοφόρος, ἡ, ἱέρειά τις τῆς Παλλάδος ἐν Ἀθήναις, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ., πρβλ. Α. Β. 307. 3) τραπεζοφόρον, τό, τράπεζα «ἐφ’ ᾗ τὰ ἐκπώματα κατάκειται» Πολυδ. Ι΄, 96, Ἀρτεμίδ. 1. 76, πρβλ. Cic. Fam. 7. 23.

Greek Monolingual

-ον,ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζοφόρον
εκκλ. επικάλυμμα της Αγίας Τράπεζας
αρχ.
1. αυτός που μεταφέρει την τράπεζα
2. το αρσ. ως ουσ.τραπεζοφόρος
δούλος που μετέφερε το τραπέζι
3. το θηλ. ως ουσ.τραπεζοφόρος
(στην Αθήνα) ιέρεια της Παλλάδος
4. το ουδ. ως ουσ. τραπέζι με ποτά και ποτήρια., κυλικείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -φόρος (< φέρω)].