ἀντιπαρεκτείνομαι
English (LSJ)
A to be reciprocally interpenetrated, τὰ ἀλλήλοις δι' ὁλων -όμενα Id.ib.154:—also Act., [αἱ ψυχαὶ] δι' ὅλων τῶν σωμάτων -ουσιν Id.ib. 153.
2 Act., extend in line with, τῷ τείχει τὸ ἱππικόν J.BJ3.7.24.
3 Pass., extend in the contrary direction, Iamb. in Nic. p.13P.
Greek Monolingual
ἀντιπαρεκτείνομαι (Α)
εκτείνομαι και διεισδύω αμοιβαία σε κάποιον ή κάτι άλλο.