κωθωνίζω

Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

make drunken, Hsch., Phot.:—Pass., drink hard, κ. ταῖς μεγάλαις (sc. κύλιξι) Arist.Pr.872b28, cf. LXX Es.3.15, Mnesith. ap.Ath.11.484a, Phylarch.1 J., Gal.UP4.13; κ. ἀφ' ἡμέρας, de die potare, Plb.23.5.9; κεκωθωνισμένος inebriated, Eub.126, cf. PSI3.172.23 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1541] bechern, zechen, gew. im med., sich bezechen, sich betrinken, bei Ath. XI, 483, βεβρεγμένος ἥκω καὶ κεκωθωνισμένος Eubul. ib. I, 23 b, vgl. Phylarch. ibd. VIII, 334 b; Arist. probl. 3, 14; Pol. 24, 5, 9 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κωθωνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, μεθύσκω τινά, Φώτ., Ἡσύχ.· ― Παθ., πίνω «’ς τὰ γερά», κ. ταῖς μεγάλαις (δηλ. κύλιξι) Ἀριστ. Προβλ. 3. 12, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 484Α, 334Β· κ. ἀφ’ ἡμέρας, de die potare, Πολύβ. 24, 5, 9· κεκωθωνισμένος, μεμεθυσμένος, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 5, κτλ.

Greek Monolingual

κωθωνίζω (Α) κώθων
1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθώ κάποιον
2. μέσ. κωθωνίζομαι
πίνω πολύ, μεθώ («ὁ δὲ βασιλεὺς καὶ Ἀμὰν έκωθωνίζοντο», ΠΔ).