μεθώ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Greek Monolingual
(Μ μεθώ, -άω)
1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τον μέθυσαν και μετά τον έκλεψαν»)
2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα
β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω
γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό
3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης, είμαι μεθυσμένος
4. μτφ. α) παραλύω από σφοδρό ηδονικό συναίσθημα
β) ενθουσιάζομαι
νεοελλ.
1. πίνω με πάθος οινοπνευματώδη ποτά, κάνω υπερβολικής χρήση οινοπνευματωδών ποτών («δεν του 'φταναν τα χαρτιά, τώρα μεθάει κιόλας»)
2. παραλογίζομαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεθυσμένος, -η, -ο
α) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης λόγω υπερβολική χρήσης οινοπνευματωδών ποτών
β) αυτός που κατέχεται από αίσθημα ευδαιμονίας («μεθυσμένος από δόξα»)
4. συσκοτίζω την κρίση κάποιου, τον κάνω να χάσει την ψυχραιμία του («ο πλούτος τον μέθυσε»)
5. φρ. «μεθυσμένες κουβέντες» — ομιλία μεθυσμένου ανθρώπου, λόγια ασυνάρτητα και χωρίς νόημα
6. παροιμ. α) «είδε ο τρελός τον μεθυσμένο κι έφυγε [ή φοβήθηκε]» — πολλές φορές ο μεθυσμένος είναι πιο επικίνδυνος από τον τρελό
β) «από τρελό και μεθυσμένο μαθαίνεις την αλήθεια» — λέγεται για άνθρωπο ο οποίος, όταν χάνει την κρίση του, χωρίς να το θέλει αποκαλύπτει την αλήθεια
γ) «τόνε που μέθυσε το βιος τον ξεμεθάει η φτώχεια» — αυτόν που κάποτε αισθανόταν ευτυχισμένος χάρη στον πλούτο του τώρα τον προσγειώνει η φτώχεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του μεθύω από τον αόρ. ἐμέθυσα, κατά το σχήμα ὀμνύω: ὀμνῶ, μηνύω: μηνῶ].