κοινοδίκιον

Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[δῐ], τό,
A common court in which matters in dispute between different cities were settled, GDI5040.58 (Hierapytna); τῶν Κρηταιέων IG12(3).254 (Anaphe); to be read for -δίκαιον, Plb. 22.15.4.
2 in Egypt, court for disputes between Greeks and Egyptians, PMagd.21.12, 23.9 (iii B.C., abbrev.).

Greek (Liddell-Scott)

κοινοδίκιον: τό, κοινὸν δικαστήριον, ἐν ᾧ φιλονικίαι μεταξὺ διαφόρων πόλεων ἐδικάζοντο καὶ διηυθετοῦντο, Ἐπιγρ. Κρήτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 58, ὅθεν διορθωτέον (ἀντὶ -δίκαιον) ἐν Πολυβ. 23. 15, 4.

Greek Monolingual

κοινοδίκιον, τὸ (Α) κοινόδικος
1. ένωση πολλών πόλεων υπό την ίδια δικαιοδοσία
2. κοινό δικαστήριο πολλών πόλεων στο οποίο, με συμφωνημένο από κοινού δίκαιο, δικάζονταν οι διαφορές μεταξύ αυτών τών πόλεων ή και ιδιωτικής φύσεως διαφορές
3. πάπ. αιγυπτιακό δικαστήριο που δίκαζε τις διαφορές μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων.