δικαιοδοσία
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
English (LSJ)
ἡ,
A jurisdiction, Plb.20.6.2, etc.; trial, ἑλκομένης δ. Id.22.4.2: pl., εἰς δ.προκαλεῖσθαί τινα Id.4.16.4; ἡ πρὸς ἀλλήλους δ. Milet. 3 No.154.5 (ii B. C.), cf.IG12(9).903 (Chalcis, ii B. C.); administration of justice, Str.13.1.55, al., D.S.37.8, al., BGU226.11 (i A. D.).
II international compact for trying suits in the forum rei, Plb.23.1.2, 32.17.4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 administración de justicia en el sent. de acción de impartir justicia y de actividad judicial por parte de jueces o magistrados, Plb.20.6.2, 22.4.2, D.S.37.8, Plu.Pomp.10, οἱ περὶ τῆς κοινῆς δικαιοδοσίας νόμοι Plb.39.5.5, ἡ πρὸς ἀλλήλους δ. Milet 1(3).154.5 (II a.C.), cf. SEG 26.677.3 (Larisa II a.C.), IG 12(9).903.2 (Calcis II a.C.), ὅπως ... τῷ δημοτικωτάτῳ πρὸς τὸν εὐπορώτατον ἡ ἴση ὑπάρχῃ δικαιοδοσία para que el más humilde tenga el mismo juicio que el más rico, IG 4.1.15 (Egina II a.C.), ταχθεὶς ἐπὶ τὴν δικαιοδοσίαν Str.13.1.55
•como justicia κατὰ τὴν τοῦ ἡγεμόνος δικαιοδοσίαν SB 9105.22 (II d.C.), cf. POxy.237.5.37 (II d.C.), 2131.7 (III d.C.), ὅπως τύχω τῆς ἀπὸ σοῦ δικαιοδοσίας BGU 1036.30 (II d.C.)
•tb. como juicio ἐν ταῖς δικαιοδοσίαις ... ἀεὶ τὸ δίκαιον καθαρῶς ... ἀπονέμει del estratego del nomo SEG 8.527.8 (I d.C.), ἡ δ. τῶν οἰκετῶν PAbinn.64.7 (IV d.C.)
•fig. αὐτοὺς εἰς δικαιοδοσίας προκαλεῖν περὶ τῶν γεγονότων exigirles responsabilidades por lo sucedido Plb.4.16.4.
2 en Egipto, ref. específicamente al conuentus o sesión judicial anual del prefecto (cf. διαλογισμός II 2): ὅπου ἐὰν ὁ κράτιστος ἡγεμὼν τὸν τοῦ νομοῦ διαλογισμὸν ἢ δικαιοδοσίαν ποιῆται PSI 941.10 (II d.C.), cf. BGU 226.11 (I d.C.), PLond.358.20, PMich.526.23 (ambos II d.C.).
3 convenio, acuerdo ἡ κατὰ τὸ σύμβολον δ. πρὸς τοὺς ἀστυγείτονας Plb.22.1.2, cf. 32.7.4, τὸν Φίλιππον ἐκκόπτειν τὴν δικαιοδοσίαν Plb.23.1.12.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, 1) das Rechtsprechen, die Rechtspflege, Pol. 40, 10, 5 u. öfter; Plut. Pomp. 10; ταχθεὶς ἐπὶ δικαιοδοσίας, ἀφ' ἧς οὐκ ἦν τῷ κριθέντι ἀναβολὴ τῆς δίκης, ein Gerichtshof, von dem man nicht appelliren darf, Strab. XIII, 610. – 2) ein Vertrag zwischen zwei Staaten, nach dem ein im Handelsverkehr wegen Ungerechtigkeit Belangter in seinem Vaterlande nach den bestehenden Gesetzen gerichtet werden soll, Pol. 24, 1, 2. 32, 17, 4, ἡ κατὰ τὸ σύμβολον δ.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαιοδοσία: ἡ
1 судебная власть, юрисдикция Polyb., Plut.;
2 судопроизводство, суд (εἰς δικαιοδοσίας προκαλεῖσθαί τινα Polyb.);
3 дикеодосия (международное соглашение о разборе исков одной страны к гражданам другой - ἡ κατὰ τό σύμβολον δ. Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοδοσία: ἡ, ἡ τοῦ δικαίου ἀπονομή, jurisdictio, Συλλ. Ἐπιγρ. 2147, Πολύβ. 20. 6, 2· -ἡ ἐν τῷ δικαστηρίῳ συζήτησις καὶ κατὰ τοὺς νόμους τακτοποίησις ζητήματός τινος, ὁ αὐτ. 4. 16, 4. ΙΙ. συνθήκη μεταξὺ δύο πολιτειῶν, καθ’ ἢν ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῶν χώρᾳ ἐδικάζετο ὁ ὑπὸ ξένων κατηγορούμενος,= ἡ ἀπὸ συμβόλων κοινωνία (ἴδε σύμβολον ΙΙ), ὁ αὐτ. 24. 1, 2, πρβλ. 32. 17, 4.
Greek Monolingual
η (AM δικαιοδοσία) δικαιοδότης
νεοελλ.
1. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα
2. το σύνολο τών δικαιωμάτων και καθηκόντων στρατιωτικού ή πολιτικού υπαλλήλου στην εκτέλεση της υπηρεσίας του, αρμοδιότητα
3. (πολιτ. δικον.) η κυριαρχική εξουσία τών δικαστηρίων να λύνουν όσες διαφορές προκύπτουν από παράβαση τών αστικών νόμων
Translations
jurisdiction
Albanian: jurisdiksion; Arabic: قَضَاء; Armenian: իրավասություն; Belarusian: юрысдыкцыя; Bulgarian: правосъдие; Chinese Mandarin: 管轄權/管辖权; Czech: jurisdikce; Danish: jurisdiktion; Estonian: jurisdiktsioon; Finnish: tuomiovalta; French: juridiction; Galician: jurisdición, xurisdición; Georgian: იურისდიქცია; German: Jurisdiktion; Greek: δικαιοδοσία; Indonesian: wewenang, yurisdiksi; Irish: urlámhas; Italian: giurisdizione; Japanese: 管轄; Korean: 관할; Latin: dicio; Latvian: jurisdikcija; Lithuanian: jurisdikcija; Macedonian: јурисдикција; Norwegian Bokmål: jurisdiksjon; Polish: jurysdykcja; Portuguese: competência, jurisdição; Romanian: jurisdicție; Russian: юрисдикция; Serbo-Croatian Cyrillic: јурисдѝкција; Roman: jurisdìkcija; Slovak: jurisdikcia; Slovene: jurisdikcija; Spanish: jurisdicción; Swedish: jurisdiktion; Ukrainian: юрисдикція; Uzbek: yurisdiksiya