ὑπόδυσις

Revision as of 10:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A getting under a place, Arist.IA713a20.
II retiring place, place of shelter, Agatharch.32, J.BJ3.7.22, Muson.Fr. 14p.71H.
III imperceptibility, σφυγμῶν Sor.2.61.
IV = submersio, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1216] ἡ, das Untertauchen, Hineinschlüpfen. – Ort zum Verkriechen, Schlupfwinkel, dah. Zuflucht, D. Sic. 3, 44. S. auch ὑπόδοσις.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόδῠσις: εως ἡ
1 опускание, погружение Arst.;
2 убежище, пристанище (τοῖς ἀπορουμένοις τὴν ἀναγκαίαν ὑπόδυσιν παρασχέσθαι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδῠσις: -εως, ἡ, τὸ εἰσέρχεσθαι ὑπό τινα τόπον, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15, 8. ΙΙ. τόπος πρὸς καταφυγήν, καταφύγιον, Διόδ. 3. 14, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 22, κλπ.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α ὑποδύω, -ομαι]
1. παρείσφρηση
2. καταφύγιο
3. (για σφυγμό) η ιδιότητα του ανεπαίσθητου
4. βύθιση μέσα στο νερό, κατάδυση.