τρισμέγιστος

Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

η, ον, thrice-greatest, title of the Egyptian Hermes (Thoth), CPHerm.125ii 8 (iii A. D.), OGI716 (Achmim, iii A. D.), Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Corp.Herm. passim. (The Egyptian title is translated μέγιστος καὶ μ. καὶ μ. in Wilcken Chr.109.6 (iii B. C.).)

Greek (Liddell-Scott)

τρισμέγιστος: -η, -ον, τρὶς μέγιστος, σφόδρα μέγιστος, Νικήτ. 5. 280· μεταγεν., ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ, ἴδε Franz εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3. σ. 339.

Spanish

el tres veces máximo

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισμέγιστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑ
1. πάρα πολύ μεγάλος
2. (στην αποκρυφολογία) προσωνυμία του Ερμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μέγιστος].

Léxico de magia

-ον el tres veces máximo de Hermes ἐπεὶ σου λέγω τὰ ὀνόματα, ἃ ἔγραψεν ἐν Ἡλιουπόλει ὁ τ. Ἑρμῆς ἱερογλυφικοῖς γράμμασι pues voy a pronunciar tus nombres, los que grabó en Heliópolis el tres veces máximo Hermes, con caracteres jeroglíficos P IV 886

German (Pape)

dreimal größer, Sp.