ἑκουσιάζομαι
English (LSJ)
A offer or be offered freely, ἐν τῷ ἑκουσιασθῆναι λαόν LXX Jd.5.2 ; ὁ -όμενος τῷ νόμῳ ib.IMa.2.42.
German (Pape)
[Seite 770] freiwillig Etwas thun, LXX.
A offer or be offered freely, ἐν τῷ ἑκουσιασθῆναι λαόν LXX Jd.5.2 ; ὁ -όμενος τῷ νόμῳ ib.IMa.2.42.
[Seite 770] freiwillig Etwas thun, LXX.