ἑκουσιάζομαι
From LSJ
English (LSJ)
offer or be offered freely, ἐν τῷ ἑκουσιασθῆναι λαόν LXX Jd.5.2; ὁ -όμενος τῷ νόμῳ ib.IMa.2.42.
Spanish (DGE)
actuar con voluntad propia, ofrecerse voluntariamente LXX Id.5.2B, 9B, Aq.Ca.6.12, 7.1, Is.13.2, Sud., c. inf. ὁ ἑκουσιαζόμενος ... πορευθῆναι εἰς Ιερουσαλεμ LXX 2Es.7.13
•presentar una ofrenda voluntaria τῷ κυρίῳ LXX 2Es.3.5, εἰς οἶκον θεοῦ LXX 2Es.7.16
•someterse de buen grado τῷ νόμῳ LXX 1Ma.2.42.
German (Pape)
[Seite 770] freiwillig Etwas thun, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκουσιάζομαι: ἀποθ., ἑκουσίως προσφέρω, Ἑβδ. (Α. Μακκ. Β΄, 42), Εὐστ., κτλ. 2) θέλω, προαιροῦμαι, πᾶς ὁ ἑκουσιαζόμενος... πορευθῆναι εἰς Ἱερουσαλὴμ Ἑβδ. (Ἔσδρ. Ζ΄, 13).
Greek Monolingual
ἑκουσιάζομαι (Α)
1. προσφέρω εθελοντικά τις υπηρεσίες μου
2. θέλω, προτιμώ.