κενταυρίς

Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A = κενταύρειον τὸ μικρόν, Thphr. HP 9.8.7, 9.14.1.
II a kind of earring, Com.Adesp.1034 (pl.).
III female Centaur, Philostr.Im.2.3.

Greek (Liddell-Scott)

κενταυρίς: -ίδος, ἡ, = κενταύριον, Θεοφρ. π. Φυτ. 9. 8, 7. ΙΙ. εἶδος ἐνωτίου, Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 398, Πολυδ. Ε΄, 97.

Greek Monolingual

κενταυρίς, ἡ (Α) κένταυρος
1. το φυτό μικρό κενταύριο
2. είδος σκουλαρικιού
3. θηλ. του κένταυρος, η κενταυρίδα.

German (Pape)

ἡ, eine Pflanzengattung mit mehreren Arten, Hippocr., Theophr., Diosc.