διωκτός

Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

διωκτή, διωκτόν,
A driven into exile, banished, S.Fr.1041.
2 of objects, to be pursued, Chrysipp. ap. Ath.1.8d, Arist.EN1097a31.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de pers. exiliado S.Fr.1041.
2 que debe ser perseguido κώθων δ' οὐ παραλειπτὸς ἀσύμβολος, ἀλλὰ διωκτός prov. en Chrysipp.SHell.337.
3 perseguido de algo como fin en sí mismo, Arist.EN 1097a31, Plot.5.1.2
subst. τὸ διωκτόν = lo que se persigue Arist.de An.432b28, Top.133a26.

German (Pape)

(διώκω) Vertriebener, Soph. bei Poll. 8.158; dem man nachtrachten muß, Chrysipp. bei Ath. I.8d; Arist. Eth. 1.5.

Russian (Dvoretsky)

διωκτός:
1 преследуемый, гонимый Soph.;
2 искомый, желанный: τὸ καθ᾽ αὑτὸ διωκτόν Arst. то, что желательно само по себе, т. е. самоцель.

Greek (Liddell-Scott)

διωκτός: -ή, -όν, φυγάς, Σοφ. Ἀποσπ. 870. 2) ἐπὶ ἀντικειμέν., ὃ πρέπει τις νὰ ἐπιδιώξῃ, Χρύσιππ. παρ᾿ Ἀθην. 8D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 4, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

διωκτός, -ή, -όν (Α) διώκω
1. αυτός που μπορεί να διωχθεί
2. εξόριστος, φυγάς.