ἐπισφύρια
English (LSJ)
[ῠ], τά,
A leg-guards; in Hom., always of silver, Il.3. 331, al.
2 the part above the ankle-joint, ankle, AP6.206.8(Antip. Sid.), Opp.C.4.438; cf. ἐπισφύριος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισφύρια: (ῠ) τά
1 эписфирии (кольца или пряжки, скреплявшие кнемиды поверх щиколотки) (κνημῖδες ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυῖαι Hom.);
2 лодыжки Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισφύρια: ῠ, τά, αἱ πόρπαι δι᾿ ὧν συνήπτοντο πρὸς ἄλληλα κατὰ τὰ σφυρὰ τὰ δύο μέρη τὰ ἀποτελοῦντα τὰς περικνημῖδας, παρ᾿ Ὁμ. ἀείποτε ἀργυρᾶ ταῦτα, κνημῖδας... ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας, «τοῖς τῶν σφυρῶν καλύμμασιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 331, Λ. 18, κτλ. 2) τὸ ἄνω μέρος τῆς κατὰ τὰ σφυρὰ ἀρθρώσεως, τὰ σφυρά, Ἀνθ. Π. 6. 206, Ὀππ. Κ. 4. 434. ‒ Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Greek Monotonic
ἐπισφύρια: [ῠ], τά (σφυρόν)·
I. πόρπες ή αγκράφες, με τις οποίες έδεναν τις περικνημίδες (κνημῖδες) πάνω από τον αστράγαλο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αστράγαλος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐπισφῠ́ρια, τά, σφυρόν
I. bands, clasps or hooks, which fastened the greaves (κνημῖδεσ) over the ankle, Il.
II. the ankle, Anth.