ἐμπυϊκός
English (LSJ)
ἐμπυϊκή, ἐμπυϊκόν,
A = ἐμπυηματικός, Aret.SD1.9.
2 suffering from ἐμπύημα, ἐ. καὶ φθισικοί Dsc.1.72, cf. Archig. ap. Aët.8.73, Alex.Aphr. Pr.2.34.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
medic. acompañado de supuración, supurante gener. ref. los abscesos pulmonares πάθη Gal.8.263, διαθέσεις Aët.3.144, νοσήματα Hippiatr.103.21
•subst. οἱ ἐμπυϊκοί enfermos que padecen inflamación con supuración en las afecciones pulmonares o de la pleura, Dsc.1.72.1, Archig. en Aët.8.73, Gal.8.321, Alex.Aphr.Pr.2.34, Steph.in Hp.Progn.226.36, περὶ ἐμπυϊκῶν Aret.SD 1.9.1 (tít.), Gp.17.22 (tít.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπυϊκός: -ή, -όν, = ἐμπυηματικός, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 1. 8. 2) = ἔμπυος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐμπυϊκός, -ή, -όν)
1. εμπυηματικός
2. αυτός που έχει εμπύημα, ο έμπυος.