προγηράσκω

Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A grow old before, τοῦ χρόνου τοῦ ἱκνευμένου Hp.Aër.7: abs., Luc.Tim.20.
2 grow prematurely old, Id.Rh.Pr.10, Sor.1.87; ἐν τοῖς πόνοις Ph.2.287.

German (Pape)

[Seite 713] (s. γηράσκω), vorher altern, Hippocr. u. Sp.; προγηράσαντος τοῦ περιμένοντος, Luc. Tim. 20; προγηράσαι τοῖς πόνοις, rhet. praec. 10.

French (Bailly abrégé)

vieillir avant le temps.
Étymologie: πρό, γηράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-γηράσκω vroeg oud worden; met gen. oud worden voor:. προγηράσκειν τοῦ χρόνου τοῦ ἱκνευμένου oud worden voor de gepaste tijd Hp. Aër. 7.

Russian (Dvoretsky)

προγηράσκω: преждевременно стариться (τοῖς πόνοις Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

προγηράσκω: (πρβλ. γηράσκω), γηράσκω πρότερον, τοῦ χρόνου Ἱππ. π. Ἀέρ. 284. 2) γηράσκω προώρως, Λουκ. Ρητ. διδάσκ. 10, πρβλ. Τίμ. 20, Κλήμ. Ἀλ. 228.

Greek Monolingual

Α
1. γεράζω προηγουμένως
2. γεράζω πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + γηράσκω «γερνώ»].