χορήγημα

Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ατος, τό,
A expenditure on χοροί, Inscr.Délos 399A 51 al. (pl., ii B. C.).
2 generally, means of providing for, τινος Plu. Oth.9.

German (Pape)

[Seite 1365] τό, die Kosten, der Aufwand zur Aufführung eines Chors. – Uebh. das Hergeben der Kosten wozu, Plut. Oth. 9 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

χορήγημα: ατος τό расходы, издержки Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χορήγημα: τό, τὸ χορηγούμενον, χορηγία, τινος Πλουτάρχ. Ὄθων 9.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ χορηγῶ
νεοελλ.
χρηματικό βοήθημα, επίδομα
μσν.-αρχ.
το να καταβάλλει κανείς τις δαπάνες για κάτι.