χορήγημα

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορήγημα Medium diacritics: χορήγημα Low diacritics: χορήγημα Capitals: ΧΟΡΗΓΗΜΑ
Transliteration A: chorḗgēma Transliteration B: chorēgēma Transliteration C: chorigima Beta Code: xorh/ghma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A expenditure on χοροί, Inscr.Délos 399A 51 al. (pl., ii B. C.).
2 generally, means of providing for, τινος Plu. Oth.9.

German (Pape)

[Seite 1365] τό, die Kosten, der Aufwand zur Aufführung eines Chors. – Übh. das Hergeben der Kosten wozu, Plut. Oth. 9 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

χορήγημα: ατος τό расходы, издержки Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χορήγημα: τό, τὸ χορηγούμενον, χορηγία, τινος Πλουτάρχ. Ὄθων 9.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ χορηγῶ
νεοελλ.
χρηματικό βοήθημα, επίδομα
μσν.-αρχ.
το να καταβάλλει κανείς τις δαπάνες για κάτι.