ἀνθρωπορραίστης

Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀνθρωπορραίστου, ὁ, (ῥαίω)
A man-destroyer, drawcansir, a comedy of Strattis.
II title of Dionysus at Tenedos, Ael.NA12.34.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ destructor de hombres epít. de Dioniso en Ténedos, Ael.NA 12.34, tít. de una comedia de Stratt., Sch.E.Or.279.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπορραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίω) ὁ τοὺς ἀνθρώπους καταστρέφων, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Στράττιδος Meineke, Κωμ. Ἕλληνες 1. 224 (Ἀθήν. 127C).

Greek Monolingual

ἀνθρωπορραίστης, ο (Α)
1. αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει τους ανθρώπους
2. τίτλος του Διονύσου στην Τένεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -ραίστης < ραίω «θραύω, συντρίβω, καταστρέφω»].

German (Pape)

ὁ, Menschenvertilger, Titel einer Komödie des Strattis bei Schol. Eur. Or. 269.