ραίω
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.)
1. συνθλίβω, τσακίζω, συντρίβω («νῆα... ῥαισέμεναι», Ομ. Οδ.)
2. προκαλώ ναυάγιο
3. εξολοθρεύω, εξαφανίζω
4. παθ. ῥαίομαι
καταβάλλομαι από τα παθήματα που υφίσταμαι
5. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ῥαιόμενος
ναυαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ο φωνηεντισμός του ρ. θυμίζει τα: παίω, πταίω ενώ έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ῥαίω είναι προϊόν συμφυρμού τών ρ. ῥήγνυμι και παίω. Προβλήματα γεννά επίσης το -σ-τών συνθ. σε -ραίστης και τών ρηματ. επιθ. ῥαιστήρ/ ῥαίστωρ, ενώ τα σύνθ. σε -ραίστης εμφανίζουν και μορφή -ραϊστής (πρβλ. θυμοραϊστής). Η δισυλλαβία μάλιστα -ραϊ- του -ραι- μαρτυρείται και στον μυκην. τ. warawita (= FραFιτα ή FραFιστα) ενώ και τα ίδια τα δεδομένα της Μυκηναϊκής γεννούν προβλήματα ως προς την παρουσία και απουσία αρκτικού w/F στους τ. warawita και opiratere (= ὀπιραιστήρες, βλ. λ. ῥαιστήρ)].