βασανιστικός
English (LSJ)
βασανιστική, βασανιστικόν,
A given to or for torturing, Vett.Val.78.15, AB306, EM769.11.
2 for testing, Them. Or.21.247c.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de pers. torturador ἡγεμόνες βίαιοι βασανιστικοί Vett.Val.75.2.
2 de cosas propio para torturar ξύλον βασανιστικὸν κολαστήριον Hsch.s.u. κυφόν, ὄργανον Phot.s.u. κλιμακίζειν, EM 769.12G., AB 306.
German (Pape)
[Seite 436] zum Foltern gehörig, VLL.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βασανιστικός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες
αρχ.
εκείνος που χρησιμοποιείται για έλεγχο, δοκιμασία.