ἐπιγλυκαίνω

Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A sweeten, Dion. Byz.2, Gal.14.277, Philum. ap. Orib. 45.29.8.
II. intr., to be sweetish, Thphr. CP 6.15.4.

German (Pape)

[Seite 932] noch dazu, noch mehr versüßen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγλῠκαίνω: καθιστῶ τι ὁπωσοῦν γλυκύ, ἵνα ἐπιγλυκάνω καὶ κατακεράσω τὴν χολὴν Γαλην. τ. 14, σ. 277, 12. ΙΙ. ἀμεταβ., ὀσμὴν οἷον ἐπιγλυκαίνουσαν, ἔχουσαν γλυκύτητά τινα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 15, 4.

Greek Monolingual

ἐπιγλυκαίνω (Α)
1. κάνω κάτι γλυκύτερο
2. είμαι υπόγλυκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γλυκαίνω ή < επίγλυκυς].