ἀντικοσμέω

Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A arrange in turn, Plu.2.813d.
2 adorn in turn, ib.828a:—Pass., Aristid. Or.25 (43).33:—Subst. ἀντικόσμησις, εως, ἡ, Suid.

Spanish (DGE)

1 organizar a su vez τὰς ἐλάττονας (ἀρχάς) Plu.2.813c.
2 adornar a su vez τὴν ... τράπεζαν ... τοῖς κεραμεοῖς Plu.2.828a
pas. fig. κοσμοῦντες γὰρ τὴν πόλιν τοῖς ἑαυτῶν ἔργοις ἀντεκοσμοῦντο τῇ μνήμῃ Aristid.Or.25.33.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen, ebenfalls schmücken, Plut. reip. ger. praec. 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
orner à son tour ou en échange.
Étymologie: ἀντί, κοσμέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικοσμέω: κοσμούμενος αὐτὸς κοσμῶ ἄλλον, δίκαιον γάρ, ὑπὸ τῶν μειζόνων κοσμουμένους ἀρχῶν, ἀντικοσμεῖν τὰς ἐλάττονας, ἐπὶ τῶν κατεχόντων μέγα ἀξίωμα ἐν τῇ πολιτείᾳ καὶ ἔπειτα δεχομένων κατώτερον, Πλούτ. 2. 813D, κτλ.: - τὸ οὐσιαστ. -κόσμησις, ἡ, «ἀντιπαράτορα, ἀντικόσμησις, ἢ ἄλλη εὐπρέπεια· παρᾶτον γὰρ ἡ παρασκευὴ παρὰ Ρωμαίοις» Σουΐδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικοσμέω: украшать в свою очередь (τι Plut.).