ἀντικοσμέω
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
A arrange in turn, Plu.2.813d.
2 adorn in turn, ib.828a:—Pass., Aristid. Or.25 (43).33:—Subst. ἀντικόσμησις, εως, ἡ, Suid.
Spanish (DGE)
1 organizar a su vez τὰς ἐλάττονας (ἀρχάς) Plu.2.813c.
2 adornar a su vez τὴν ... τράπεζαν ... τοῖς κεραμεοῖς Plu.2.828a
•pas. fig. κοσμοῦντες γὰρ τὴν πόλιν τοῖς ἑαυτῶν ἔργοις ἀντεκοσμοῦντο τῇ μνήμῃ Aristid.Or.25.33.
German (Pape)
[Seite 253] dagegen, ebenfalls schmücken, Plut. reip. ger. praec. 17.
French (Bailly abrégé)
ἀντικοσμῶ :
orner à son tour ou en échange.
Étymologie: ἀντί, κοσμέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικοσμέω: κοσμούμενος αὐτὸς κοσμῶ ἄλλον, δίκαιον γάρ, ὑπὸ τῶν μειζόνων κοσμουμένους ἀρχῶν, ἀντικοσμεῖν τὰς ἐλάττονας, ἐπὶ τῶν κατεχόντων μέγα ἀξίωμα ἐν τῇ πολιτείᾳ καὶ ἔπειτα δεχομένων κατώτερον, Πλούτ. 2. 813D, κτλ.: - τὸ οὐσιαστ. -κόσμησις, ἡ, «ἀντιπαράτορα, ἀντικόσμησις, ἢ ἄλλη εὐπρέπεια· παρᾶτον γὰρ ἡ παρασκευὴ παρὰ Ρωμαίοις» Σουΐδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικοσμέω: украшать в свою очередь (τι Plut.).