πρόμετρος
English (LSJ)
πρόμετρον,
A = μακρός, Sm.2 Ki. 21.20.
II πρόμετρον, τό, previous measure, of a unit, Syrian. in Metaph.134.26.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρόμετρος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πρόμετρο
το ακραίο τμήμα του σχοινιδίου του δρομομέτρου τών πλοίων
αρχ.
1. μακρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόμετρον
η προηγούμενη μονάδα μέτρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. επίμετρος].