βρωτύς

Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, Ion. for βρῶσις,
A eating, acc. βρωτῡν Il.19.205, Od. 18.407: gen. βρωτύος Philox.2.38.
II food, AP11.371 (Pall.).

Spanish (DGE)

-ύος, ἡ
• Prosodia: [-ῡ-]
1 hecho de comer o haber comido, el comer ὑμεῖς δ' ἐς βρωτὺν ὀτρύνετον ¡y vosotros dos nos llamáis a comer!, Il.19.205
op. la bebida οὐκέτι κεύθετε θυμῷ βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα y ya no podéis ocultar en el ánimo que habéis comido y bebido, Od.18.407, βρωτύος ἠδὲ ποτᾶτος ἐς κόρον ᾖμεν ἑταῖροι Philox.Leuc.(b) 39.
2 comida βρωτὺν ... κολοκυνθιάδα un guisote de calabazas, AP 11.371 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 467] ύος, ἡ, Speise, Hom. zweimal, Iliad. 19205 Odyss. 18, 407; auch sp. D., z. B. Pallad. 27 (XI 371).

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
action de manger.
Étymologie: βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρωτύς -ύος, ἡ βιβρώσκω Ion.
1. het eten (als handeling).
2. voedsel, eten.

Russian (Dvoretsky)

βρωτύς: ύος ἡ Hom., Anth. = βρῶμα.

Greek (Liddell-Scott)

βρωτύς: ἡ, Ἰων. ἀντὶ βρῶσις, Ἰλ. Τ. 205, Ὀδ. Σ. 407, κατ’ αἰτ. βρωτὺν [μετὰ ῡ]· γεν. βρωτύος Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147C.

English (Autenrieth)

ύος: food.

Greek Monolingual

βρωτύς, η (Α)
βρώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβρώσκω, με το ιωνικό επίθημα -τυ-].

Greek Monotonic

βρωτύς: [ῡ], ἡ, Ιων. αντί βρῶσις, σε Όμηρ.