περίξηρος

Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

περίξηρον, dry round about, ἀήρ Theophrastus Ign.41; χώρα Gp.2.13; σύγκρισις Philum. ap. Orib.45.29.36; τὸ π. the crust, Arist.GA737a36.

German (Pape)

[Seite 584] rings, ganz, sehr trocken; Arist. gen. an. 2, 3; Nic. Al. 697.

Greek (Liddell-Scott)

περίξηρος: -ον, ξηρὸς πέριξ, ἀὴρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 41· χώρα Γεωπ. 2. 13· ―τὸ περίξηρον, τὸ ἐξωτερικόν, ὁ φλοιός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 19.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ξηρός γύρω γύρω, κατάξερος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το περίξηρον
ο φλοιός.