περίξηρος
English (LSJ)
περίξηρον, dry round about, ἀήρ Theophrastus Ign.41; χώρα Gp.2.13; σύγκρισις Philum. ap. Orib.45.29.36; τὸ π. the crust, Arist.GA737a36.
German (Pape)
[Seite 584] rings, ganz, sehr trocken; Arist. gen. an. 2, 3; Nic. Al. 697.
Greek (Liddell-Scott)
περίξηρος: -ον, ξηρὸς πέριξ, ἀὴρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 41· χώρα Γεωπ. 2. 13· ―τὸ περίξηρον, τὸ ἐξωτερικόν, ὁ φλοιός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 19.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
ξηρός γύρω γύρω, κατάξερος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το περίξηρον
ο φλοιός.