ὀφθαλμίας
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A quick-sight, a kind of eagle, ἀετὸς ὀ. Lyc.148.
II a kind of fish, Plaut.Cap.850.
German (Pape)
[Seite 425] ὁ, eine Adler- oder Falkenart, von ihrem scharfen Gesicht benannt, Sp.; vgl. Lyc. 148.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμίας: -ου, ὁ, ὀξυδερκής, εἶδος ἀετοῦ, ἀετὸς ὀφθ. Λυκόφρ. 148. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Plaut. Captiv. 4. 2, 71.
Greek Monolingual
ὀφθαλμίας, ὁ (Α)
1. (για ένα είδος αετού) οξυδερκής
2. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + επίθημα -ίας (πρβλ. ωμίας)].