τελεσίδρομος
English (LSJ)
τελεσίδρομον,
A = τελεοδρόμος, Anon. ap. Stob.1.9.7.
II Τελεσίδρομος, ὁ, name of a hero, IG12.5.4.
German (Pape)
[Seite 1085] = τελεόδρομος, übh. vollkommen, Stob. ecl. 1 p. 274.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο τελεοδρόμος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Τελεσίδρομος
όνομα ήρωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + δρόμος (πρβλ. τανυσίδρομος)].