ἐννέμω

Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

feed cattle in a place, SIG685.82 (Itanos), D.C.72.3:—Med., of the cattle, Ph.2.118 (prob.); of fish, Opp.H.1.5; also, live amongst, LXX 3 Ma.3.25.

Spanish (DGE)

I intr.
1 pastorear ἵνα μηθεὶς ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Διὸς ... μήτε ἐννέμῃ ... μήτε σπείρῃ ICr.3.4.9.82 (Itanos II a.C.), ὥστε μήτ' ἐνοικήσειν ποτὲ μητ' ἐννεμεῖν τεσσαράκοντα στάδια τῆς χώρας σφῶν D.C.72.3.2
en v. med. mismo sent. ἐπιτηδειότατος ... τόπος ἐννέμεσθαί τε καὶ ἐμβόσκεσθαι Ph.2.131.
2 en v. med. vivir, habitar τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ... ἀποστεῖλαι πρὸς ἡμᾶς LXX 3Ma.3.25
de anim. criarse, e.e., tener su morada ἧχί θ' ἕκαστα ἑννέμεται Opp.H.1.5.
II tr., en v. med. habitar en, ocupar τὰς ἐν Συρίᾳ πόλεις καὶ τὰς κληρουχίας ἐννέμεσθαι Ph.2.118.

German (Pape)

[Seite 847] (s. νέμω), darin weiden, leben, D. Cass. 72, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννέμω: βόσκω ἀγέλην ἔν τινι τόπῳ, Δίων Κ. 72. 3, ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 2561b. 81. ― Μέσ., ἐπὶ κτηνῶν, βόσκομαι, Ὀππ. Ἁλ. 1. 5.

Greek Monolingual

ἐννέμω (Α) νέμω
1. βόσκω αγέλη σ' έναν τόπο
2. (για ζώα) βόσκω
3. μέσ. ζω ανάμεσα σε άλλους («αὐθωρὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΠΔ).