ἀνείλημα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A rolling up: in plural, flatulent colic, Hp.VM22.
II scroll, Aristeas177 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 cólico Hp.VM 22, Flat.9.
2 volumen, rollo de pergamino, Aristeas 177.
German (Pape)
[Seite 220] τό, bei Hippocr., Blähungen u. dadurch bewirktes Leibschneiden, s. στρόφος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείλημα: -ατος, τό, κατὰ πληθ., ὡς τὸ στρόφος, κωλικόπονος, κόψιμον, Λατ. tormina, ὅσα ... φῡσάν τε καὶ ἀνειλήματα ἐνεργάζονται ἐν τῷ σώματι Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18. 17.
Greek Monolingual
ἀνείλημα, το (Α) ανειλώ
κωλικόπονος, κόψιμο.