λειοτριβέω
English (LSJ)
= λειόω II.1, Gal.12.423, Herasap.eund.13.39, etc.:—Pass., Dsc.1.7. (Written λεοτρ-, PMag.Leid.W.1.25, and prob. in SIG1172.7 (Lebena).)
German (Pape)
[Seite 24] glatt reiben, reiben u. dadurch glätten, Sp., auch = sein zerreiben, Galen.
French (Bailly abrégé)
-ῶ [ῐ]
réduire en poudre fine, A.Tr. 2.50 ; Diosc. 1.6
Étymologie: λειοτριβής.
Russian (Dvoretsky)
λειοτρῐβέω: (ра)стирать в порошок (βοτάνην τινά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λειοτρῐβέω: τρίβων καθιστῶ λεῖον, λειόω, λεαίνω, Γαλην., κτλ. Παθ., Διοσκ. 1. 6 (ἀμφ.), ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 572. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274.
Spanish
Léxico de magia
triturar, machacar productos diversos λαβὼν στέαρ ἢ ὀφθαλμὸν νυκτίβαυ καὶ κύλισμα κανθάρου ... λειοτριβήσας πάντα χρῖε ὅλον τὸ σωμάτιόν σου toma grasa o el ojo de un búho y la pelota de un escarabajo, machácalo todo y unge todo tu cuerpo P I 224 πεντεδάκτυλον βοτάνην καὶ ἀρτεμισίαν καύσας ἁγνῶς λειοτρίβησον καὶ χρῶ tras quemar sagradamente cincoenrama y artemisa, machácalo y úsalo P II 35 ταῦτα τὰ ἄνθη ... λειοτρίβησον εἰς λευκὴν θυίαν machaca estas flores en un mortero blanco P XIII 27 P XIII 356