τρίβων

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίβων Medium diacritics: τρίβων Low diacritics: τρίβων Capitals: ΤΡΙΒΩΝ
Transliteration A: tríbōn Transliteration B: tribōn Transliteration C: trivon Beta Code: tri/bwn

English (LSJ)

(A) [ῐ], ωνος, ὁ, but ἡ in PGiss.76.2 (ii A. D.): (τρίβω):—
A worn garment, threadbare cloak, E.Fr.282.12, Ar.Ach.184,343 (troch.), al., PCair.Zen.92.19, 519.11 (iii B. C.), Sammelb. 7451.149 (iii B. C.): worn by the Spartans, Λακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν D. 54.34, cf. Duris 14J.; by Philosophers, as Socrates, Pl.Smp.219b, Prt.335d; esp. by the Cynics, Crates Theb.16, Arr.Epict.3.1.24, etc.; and the Stoics, Zeno Stoic.1.63; πήρα καὶ τ. Plu.2.332a, cf. Luc.Peregr.15, D.L.6.13; οἱ τὴν χλαῖναν ἐν τῷ θέρει κατατρίψαντες ἐν τῷ τ. τὸν χειμῶνα διάγουσι Ath.Med. ap. Orib.inc.21.17:—= στολή τις ἔχουσα σημεῖα ὡς γαμμάτια acc. to EM766.6.

(B) [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, Adj.
A practised or skilled in a thing, used to it, c. gen., τρίβων αὐτῆς (sc. τῆς καννάβιος) Hdt.4.74; τ. λόγων E. Ba.717; τ. ἱππικῆς Ar.V.1429; τῶν κρεμαθρῶν οὔπω τ. Id.Nu.869; τῶν ἔργων τῆς ἰατρικῆς Gal.15.169, cf. 18(2).35: c. acc., τρίβων τὰ τοιάδε E.Med.686: abs., Id.El.1127: Comp. -ότερος EM766.4:—hence
2 Subst., 'old hand', rogue, Ar.Nu.869,870 (a pun).

German (Pape)

[Seite 1141] ωνος, ὁ, 1) ein abgeriebenes, abgetragenes Kleid, bes. ein alter abgeschabter Mantel, wie ihn die Spartaner, später die Philosophen und endlich die Mönche zu tragen pflegten, gew. Sinnbild einer genügsamen, strengen Lebensweise; Ar. Ach. 184. 324 Vesp. 1131; Plat. Prot. 335 d Conv. 219 b; λακωνίζειν φασὶ καὶ τρίβωνας ἔχουσι, Dem. 54, 34; Sp.; vgl. Perizon. ad Ael. 5, 5. – 2) als adj., geübt in Etwas, einer Sache kundig, τρίβων αὐτῆς, Her. 4, 74; λόγων, im Reden geübt, Eur. Bacch. 716, der es auch mit dem acc. verbindet, τρίβων τὰ τοιάδε Med. 686, τρίβων εἶ τὰ κομψά Rhes. 625. – Absolut, ὁ τρ., ein abgeriebener, durchtriebener, verschmitzter Mensch, Ar. Nubb. 859.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
adj.
1 qu'on use, qu'on porte sans cesse ; grossier (vêtement) ; ὁ τρίβων manteau grossier, comme celui des paysans, des pauvres, des philosophes ; p. ext. vie ou profession de philosophe;
2 qui a une longue pratique de, expert en, rompu à : τινος, τι en qch ; ὁ τρίβων vieux routier, homme retors.
Étymologie: τρίβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίβων -ωνος, ὁ [τρίβω] versleten mantel. als adj. bedreven, ervaren, met gen.:; τρίβων λόγων goed van de tongriem gesneden Eur. Ba. 717; met acc,:. τρίβων τὰ τοιάδε bedreven in dat soort dingen Eur. Med. 686.

Russian (Dvoretsky)

τρίβων: ωνος (ῐ) adj. тертый, перен. опытный, сведущий: τ. τινος Her., Eur., Arph., реже τι Eur. опытный в чем-л.
ωνος ὁ
1 ловкач, хитрец Arph.;
2 потертый плащ, рубище (у спартанцев и философов, склонных к аскетизму) Plat., Dem., Plut., Luc., Diog. L.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
(στην αρχαιότ.) παλαιό και φθαρμένο ή τραχύ επανωφόρι, όπως αυτό που φορούσαν οι Σπαρτιάτες, οι φιλόσοφοι, ιδίως ο Σωκράτης και οι κυνικοί, και αργότερα οι μοναχοί, συνήθως ως ένδειξη αυτάρκους βίου και σκληραγωγίας («λακωνίζειν φασὶ καὶ τρίβωνας ἔχουσι καὶ ἁπλᾱς ὑποδέδενται», Δημοσθ.)
νεοελλ.-μσν.
(κατά τον μεσαίωνα) έμβλημα ασκητισμού, το ράσο
αρχ.
(ως επίθ. αρσ. και θηλ.) , ἡ τρίβων
α) ο πεπειραμένος, ο έμπειρος σε κάτι («ἐτύγχανεν γὰρ οὐ τρίβων ὢν ἱππικῆς», Αριστοφ.)
β) πανούργος, πολυμήχανος και απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + κατάλ -ων (πρβλ. ἄρχων)].

Greek Monotonic

τρίβων: [ῐ], -ωνος, ὁ, παλιό και φθαρμένο πανωφόρι, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
τρίβων: ὁ, ἡ, ως επίθ.,
1. ασκημένος ή έμπειρος σε κάτι, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
2. απόλ., άνθρωπος πανούργος, πολυμήχανος και απατεώνας, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίβων: [ῐ], -ωνος, ὁ, (Ö ΤΡΙΒ, τρίβω), τετριμμένον ἢ πεπαλαιωμένον καὶ ἐφθαρμένον ἐπανωφόριον, ἢ τραχύ, Εὐριπ. Ἀποσπ. 284. 12, Ἀριστοφ. Ἀχ. 184, 343, κ. ἀλλ.· - μάλιστα οἷον ἐφόρουν οἱ Σπαρτιᾶται, Λακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν Δημ. 1267. 62· τὸν τρίβωνα ἀκολούθως παρέλαβον οἱ φιλόσοφοι, οἷονΣωκράτης, Πλάτ. Συμπ. 219Β, Πρωτ. 335D· μάλιστα δὲ οἱ κυνικοί, Ἀλκίφρων 3. 55, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 24, κλπ.· πήρα καὶ τρ. Πλούτ. 2. 332Α, πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 15, Διογ. Λ. 6. 13· καὶ κατὰ τοὺς μετὰ ταῦτα χρόνους οἱ μοναχοί, Συνεσ. Ἐπιστ. 147, 150, κλπ.· - ἐντεῦθεν λαμβάνεται ὡς ἔμβλημα βίου καὶ αὐστηροῦ ἢ σπουδῆς βαθείας, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ὡς ἔμβλημα ἀσκητισμοῦ, ὡς τὰ νῦν τὸ «ῥάσον», ἴδε Wyttemb. εἰς Πλουτ. 2. 52C.

Middle Liddell

τρίβων, ονος, ὁ, ἡ,
1. as adj. practised or skilled in a thing, c. gen., Hdt., Eur., etc.
2. absol., a hackneyed, crafty fellow, rogue, Ar.

English (Woodhouse)

experienced, skilled, coarse cloak, experienced in, familiar with, practised in, skilled in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

ὁ (=παλιό, φθαρμένο ἐπανωφόρι). Ἀπό τό τρίβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.