ἀπότευξις
English (LSJ)
-εως, ἡ, miscarriage, failure, Pl.Ax.368d, Phld.Mus.p.14K.(pl.); ἐλπίδος Plu.Galb.23; of an electoral defeat, Id.Mar.5.
German (Pape)
[Seite 330] ἡ, das Mißlingen, Plat. Axioch. 368 c; Plut. Mar. 5 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
échec, insuccès.
Étymologie: ἀποτυγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότευξις: -εως, ἡ, ἀποτυχία, Πλάτ. Ἀξ. 368C· ἐλπίδος Πλουτ. Γάλβ. 23: - ἀποτευκτικός, ή, όν, προξενῶν ἀποτυχίαν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6 καὶ 26, 14: - ἀποτευκτέω, = ἀποτυγχάνω, Φώτ., ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 395.
Greek Monolingual
ἀπότευξις, η (Α) αποτυγχάνω
αποτυχία.
Greek Monotonic
Middle Liddell
ἀποτυγχάνω
a failure, Plut.