ἀγχιστῖνος

Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

η, ον, Ep. Adj. close, crowded, in heaps, αἱ μέν τ' ἀ. ἐπ' ἀλλήλῃσι κέχυνται Il.5.141; τοὶ δ' ἀ. ἔπιπτον νεκροί 17.361, cf. Od.22.118.

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Alolema(s): ἀγχη- Sud., var. siempre en Hom.
uno junto a otro, amontonado, hacinado αἱ μέν τ' ἀγχιστῖναι ἐπ' ἀλλήλῃσι κέχυνται de ovejas Il.5.141, νεκροί Il.17.361, τοὶ δ' ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον Od.22.118, 24.181, 449.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui se presse ou est serré contre qqn.
Étymologie: ἄγχιστος.

German (Pape)

nahe aneinander, Hom. fünfmal, Il. 5.141 αἱ μέν τ' ἀγχιστῖναι ἐπ' ἀλλήλῃσι κέχυνται, Il. 17.361, Od. 22.118, 24.181, 449 τοὶ δ' ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχιστῖνος: столпившийся, сгрудившийся: τοὶ δ᾽ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον Hom. они валились друг на друга.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχιστῖνος: -η, -ον, Ἐπ. ἐπίθ. (ἴδε ἀγχιστεύω), ἐγγύς, πυκνός, κατὰ σωρούς· αἱ μέν τ’ ἀγχιστῖναι ἐπ’ ἀλλήλῃσι κέχυνται, Ἰλ. Ε. 141· τοὶ δ’ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον νεκροί, Ρ. 361, πρβλ. Ὀδ. Χ. 118· περὶ τῆς ἄλλης γραφῆς ἀγχηστῖνοι, πρβλ. Spitzn ἐν Ἰλ. Ε. 141.

English (Autenrieth)

close together, one upon another.

Greek Monotonic

ἀγχιστῖνος: -η, -ον, εγγύς, πυκνός, σε σωρούς, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[from ἄγχιστος
close together, crowded, in heaps, Hom.