ἄγχιστος
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
ἄγχιστον, Arc. ἄσιστος (v. sub fin.), Sup. of ἄγχι,
A nearest: as adjective not in Ep.; nearest in place, A.Ag.256 (lyr.), S.OT919; γένει ἄγχιστος πατρός E.Tr.48; τὸν ἄγχιστον S.El.1105; ever nigh, Pi.P.9.64.
II Hom. has only neut. as adverb, ἄγχιστον = nearest, Od.5.280; more commonly pl., ἄγχιστα ἐῴκει = was most nearly like, Il.2.58, 14.474; ἄγχιστος ἐοικώς Od.13.80; ἄγχιστος ἐΐσκω 6.152, cf. Pi.I.2.10: freq. c. gen., Διὸς ἄγχιστα = next to Zeus, A.Supp. 1035 (lyr.); ἄ. τοῦ βωμοῦ Hdt.9.81; ἄ. οἰκεῖν τινος Id.1.134, al., cf. Hp.Mul.2.181:—οἱ ἄγχιστοι = those next of kin, Hdt.5.79; ἄγχιστος ἦν αὐτῷ γένους Luc.Cat.17; also τοὶ 'ς ἄσιστα πόθικες IG5(2).159.17 (Tegea), cf.Jahresh.1.197 (Elis).
2 nearest to what is right, 'for choice', Hp.Art.14, cf. Acut.57.
III of time, most lately, but now, ἄγχιστος... πόλεμος δέδηεν Il.20.18; ὁ ἄγχιστα ἀποθανών = he who died last, Hdt.2.143; τὰ ἄγχιστα = most recently, Antipho 2.1.6.
Spanish (DGE)
-η, -ον
I el más próximo con valor local, de Clitemestra τόδ' ἄγχιστον Ἀπίας γαίας ... ἕρκος A.A.256, Ἄπολλον, ἄ. γὰρ εἶ S.OT 919
•fig. que está siempre próximo ἄγχιστον ὀπάονα μήλων Pi.P.9.64a
•subst. el más próximo c. ref. al parentesco τὸν γένει μὲν ἄ. πατρός E.Tr.48, τὸν ἄ. el pariente más próximo S.El.1105.
II adv. ἄγχιστον, ἄγχιστα
1 muy cerca, lo más cerca posible abs. Il.20.18
•c. dat. ἄγχιστον πέλεν αὐτῷ Od.5.280
•c. gen. τοῦ βωμοῦ Hdt.9.81, ἄ. ἑωυτῶν οἰκεῖν Hdt.1.134, σκοποῖο Pi.N.9.55, cf. I.2.10, δύναται γὰρ Διὸς ἄγχιστα (Cipris) tiene poder muy cercano a Zeus A.Supp.1035.
2 con verbos de semejanza muy cerca, muchísimo Νέστορι ... ἄ. ἐῴκει Il.2.58, ὕπνος ... θανάτῳ ἄ. ἐοικώς Od.13.80, cf. Il.14.474, Od.6.152.
3 ref. al tiempo hace muy poco, últimamente ὁ ἄγχιστα ἀποθανών el que murió el último Hdt.2.143, τὰ ἄ. Antipho 2.1.6, οἱ ἄ. γένους PDura 12.4 (III d.C.).
4 ref. al parentesco οἱ ἄγχιστα los parientes más cercanos Hdt.5.79, ἄ. ἧν αὐτῷ γένους Luc.Cat.17.
5 ἄγχιστα ... ποιεῖν actuar mucho mejor, de manera mucho más efectiva Hp.Art.14, ἄγχιστα δὲ χρηστέον Hp.Acut.57. v. ἄσσιστα.
German (Pape)
[Seite 26] superl. zu ἄγχι, der Nächste, vom Orte, Aesch. Ag. 247; Soph. O. R. 919, u. von Verwandtschaft El. 1094, wie Eur. γένει ἄγχ. πατρός Tr. 48. Bei Pind. mit dem dat., χάρμα ἀνδράσιν ἄγχ., zum Schutze nahe, P. 9, 64. – Hom. nur neutr., einmal ἄγχιστον, Od. 5, 280 ἐφάνη ὄρεα σκιόεντα γαίης Φαιήκων, ὅθι τ' ἄγχιστον πέλεν αὐτῷ, fünfmal ἄγχιστα, Iliad. 2, 58. 14, 474 ἄγχιστα ἐῴκει, Od. 13, 80 ἄγχιστα ἐοικώς, 6, 152 ἄγχιστα ἐίσκω, Iliad. 20, 18 (von der Zeit oder vom Interesse) τῶν γὰρ νῦν ἄγχιστα μάχη πόλεμός τε δέδηεν. Aesch. Suppl. 1018; Pind. ἄγχ. σκοποῦ ἀκοντίζω N. 9, 55, vgl. I. 2, 10; Her. 5, 79 ἄγχ. ἡμέων οἰκέουσι, u. sonst mit dem gen.; auch von Verwandtschaft, Luc. Catap l. 17 ἄγχιστα ἦν αὐτῷ γένους.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 très proche, voisin ; adv. • ἄγχιστον ou • ἄγχιστα, très près, le plus près ; fig. ἄγχιστα ἐοικώς OD (lui) ressemblant de très près ; avec idée de temps tout récemment;
2 très proche parent ; adv. • ἄγχιστον ἦν αὐτῷ γένους LUC c'était son plus proche parent.
Étymologie: Sp. de ἄγχι.
Russian (Dvoretsky)
ἄγχιστος: [superl. к ἄγχι I] ближайший Pind., Aesch.; γένει ἄ. Eur. ближайший родственник.
II ὁ ближайший родственник Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγχιστος: -ον, ὑπερθ. τοῦ ἄγχι, ἐγγύτατος, πλησιαίτατος, ὡς ἐπίθ., πρῶτον παρὰ Πινδ. καὶ Τραγ., πλησιαίτατος, ἐν τῷ πλησιαιτάτῳ τόπῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 256 (λυρ.), Σοφ. Ο. Τ. 919· γένει ἄγχιστος πατρός, ἐγγύτατος συγγενής, Εὐρ. Τρῳ. 48· τὸν ἄγχιστον, ἄνευ τοῦ γένει, Σοφ. Ἠλ. 1105· πλησιαίτατος καὶ προσφιλέστατος, Πινδ. Π. 9, 114. ΙΙ. Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἄγχιστον, ἔγγιστα, Ὀδ. Ε. 280· συνηθέστερον ἄγχιστα, ἐν ταῖς φράσεσιν ἄγχιστα ἐῴκει = πλεῖστον ὅσον ὡμοίαζεν, Ἰλ. Β. 58, Ξ. 474· ἄγχ. ἐοικώς, Ὀδ. Ν. 80· ἄγχ. ἐΐσκω, Ὀδ. Ζ. 152· πρβλ. Πινδ. Ι. 2. 16· συχνάκις μετὰ γεν. Διὸς ἄγχ., πολὺ πλησίον τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1036 (λυρ.)· ἄγχ. τοῦ βωμοῦ, Ἡρόδ. 9. 81· ἄγχ. οἰκεῖν τινος, ὁ αὐτ. 1. 134 καὶ ἀλλ.: ― ἐν Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805, ἐγγύτατα τοῦ ὀρθοῦ: ― οἱ ἄγχιστα, οἱ πλησιαίτατοι συγγενεῖς, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασ., οἱ πλησιαίτατοι γείτονες, Ἡρόδ. 5, 79: ― ἄγχ. ἦν αὐτῷ γένους, Λουκ. Κατάπλ. 17. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐσχάτως, πρὸ ὀλίγου, πόλεμος ... ἄγχιστα δέδηεν, Ἰλ. Υ. 18· ὁ ἄγχ. ἀποθανών, ὁ ἐσχάτως ἀποθανών, Ἡρόδ. 2. 143· τὰ ἄγχ., ἐσχάτως, ἀρτίως, Ἀντιφῶν. 115. 25.
English (Autenrieth)
(sup. of ἄγχι): nearest, most nearly, closely, only adv. neut. sing. and pl.; met. w. ἔοικα and ἐίσκω.
Greek Monotonic
ἄγχιστος: -ου, υπερθ. επίθ. (ἄγχι),
I. εγγύτατος, αυτός που βρίσκεται πάρα πολύ κοντά, σε Πίνδ., Τραγ.· γένει ἄγχιστος πατρός, ο πιο κοντινός συγγενής, σε Ευρ.
II. 1. στον Όμηρ. μόνο στο ουδ. ως επίρρ., ἄγχιστον ή ἄγχιστα, έγγιστα, πάρα πολύ κοντά· με γεν., Διὸς ἄγχιστα, πολύ κοντά στον Δία, σε Αισχύλ.· ἄγχιστα τοῦ βωμοῦ, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για το χρόνο, προ ολίγου, μόλις, εσχάτως, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Middle Liddell
ἄγχι
I. Sup. adj., nearest, Pind., Trag.; γένει ἄγχιστος πατρός nearest of kin to him, Eur.
II. in Hom. only neut. as adv., ἄγχιστον or ἄγχιστα most nearly like, c. gen., Διὸς ἄγχ. next to Zeus, Aesch.; ἄγχ. τοῦ βωμοῦ Hdt.
2. of time, most lately, but now, most recently, Il., Hdt.