μυσκέλενδρα

Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τά, mouse-dung, Dsc.Eup.2.118, Poll.5.91, Hsch.: sg., Phot. (μυσικ- cod.): Att. word, acc. to Moer.p.264 P.

Greek Monolingual

μυσκέλενδρα, τὰ (Α)
περιττώματα ποντικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός». Η λ. συνδέεται πιθ. με λατ. muscerda (πρβλ. λ. σκώρ) ή σχηματίστηκε κατ' επίδρασιν του σκολοπένδρα «είδος σκουληκιού»].