κάρωσις
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, (κᾰρόω) heaviness in the head, drowsiness, νωθρὴ κάρωσις Hp.Art.31, cf. Philonid. ap. Ath.15.675b, Aët.9.31.
German (Pape)
[Seite 1332] ἡ, Schwere des Kopfes, Schlaf oder Schwindel mit Betäubung oder Kopfschmerz verbunden, Schlagfluß, Medic.; οἱ δὲ νεκροῖς ἐῴκεσαν ἀπὸ τῆς καρώσεως Ath. XV, 675 a.
Greek (Liddell-Scott)
κάρωσις: -εως, ἡ, (κᾰρόω) βάρος ἐν τῇ κεφαλῇ, νυσταγμός, νωθρὴ κάρ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 798, πρβλ. Φιλωνίδ. ἰατρὸν παρ’ Ἀθην. 675Α.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρωσις -εως, ἡ [καρόω] bewusteloosheid.