ἐκκαλυπτικός

Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἐκκαλυπτική, ἐκκαλυπτικόν, suited for discovery, indicative of, c. gen., Stoic. 2.36,72. Adv. ἐκκαλυπτικῶς S.E.P.2.141.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
en fil. estoica
1 descubridor, revelador c. gen. τὸ φῶς ... τῶν ἄλλων Chrysipp.Stoic.2.36, δεῖ ἄρα τὸ σημεῖον ... ἐκκαλυπτικὴν ἔχειν φύσιν τοῦ λήγοντος Chrysipp.Stoic.2.73, ἡ ἀπόδειξις ἐ. ... τοῦ συμπεράσματος S.E.M.8.140, cf. P.2.170.
2 adv. -ῶς en forma reveladora S.E.P.2.141, M.8.308.

German (Pape)

[Seite 762] ή, όν, geeignet zu enthüllen, zu entdecken, τινός, Sezt. Emp. adv. math. 8, 165.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκᾰλυπτικός: обнаруживающий, являющийся признаком (τινος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαλυπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἁρμόδιος πρὸς ἐκκάλυψιν, μετὰ γεν., Σέξτ. Ἐμπ. 11. 2 101. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 141.

Greek Monolingual

ἐκκαλυπτικός, -ή, -όν (Α)
ενδεικτικός.