ενδεικτικός
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνδεικτικός, -ή, -όν)
αυτός που παρέχει ενδείξεις για κάτι, που φανερώνει κάτι («η χθεσινή δήλωση είναι ενδεικτική τών προθέσεών του», «φιλίας ἐνδεικτικόν»)
νεοελλ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. το ενδεικτικό
σχολικό επίσημο έγγραφο το οποίο δηλώνει ότι ο μαθητής προάγεται στην επόμενη τάξη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδεικτικά
τα άκρα εμβόλων ναυτικού σχοινιού
αρχ.
αποδεικτικός.
επίρρ...
ενδεικτικά και ενδεικτικώς (AM ἐνδεικτικῶς)
για να παρασχεθούν ενδείξεις από τον ομιλητή ή τον γράφοντα («ενδεικτικώς αναφέρω τα εξής»).