ἀνθικός

Revision as of 11:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀνθική, ἀνθικόν, flowering, τὰ ἀ., opp. τὰ φρυγανικά, Thphr. HP 6.62.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que produce flores τὰ ἀ. de las coronarias, op. τὰ φρυγανικά Thphr.HP 6.6.2.

German (Pape)

[Seite 232] die Blumen betreffend, Theophr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἄνθηὅμοιος τοῖς ἄνθεσι, τὰ ἀνθικὰ = ἄνθη, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 6, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνθικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άνθη
αρχ.
εκείνος που ανθοφορεί, που βγάζει λουλούδια.