ἐπιλυτικός

Revision as of 11:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἐπιλυτική, ἐπιλυτικόν, good at solving difficulties, [γραμματικοὶ] οἱ ἐ. καλούμενοι Suid.s.v. Σωσίβιος, cf.Gal.Subf.Emp.12.

German (Pape)

[Seite 959] ή, όν, auflösend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλῠτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς λύσιν δυσκολιῶν, «γραμματικὸς ἦν τῶν ἐπιλυτικῶν καλουμένων» Σουΐδ. ἐν λ. Σωσίβιος.

Greek Monolingual

ἐπιλυτικός, -ή, -όν (Μ)
κατάλληλος για επίλυση, για λύση δυσκολιών.