επίλυση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἐπίλυσις) επιλύω
1. η εύρεση της λύσης που πρέπει («η επίλυση τών προβλημάτων»)
2. εξήγηση, διασάφηση
αρχ.-μσν.
απαλλαγή από κάτι («Ποσειδᾱν, ἐπίλυσιν φόβων, ἐπίλυσιν δίδου», Αισχ.)
μσν.
είδος αυτοκρατορικού εγγράφου
αρχ.
1. απαλλαγή από την εξορία
2. ανασκευή
3. εξόφληση χρέους
4. εξορκισμός, ξόρκι
5. κατάλυση νηστείας
6. αλλαγή επιδέσμων.