κήϋος
English (LSJ)
α, ον, perhaps purificatory, or burnt (καίω), θύεν τρικτεύαν κηύαν IG22.1126.34 (Amphict. Delph.); cf. κεῖα, κήϊα.
Greek (Liddell-Scott)
κήϋος: -α, -ον, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 34, ὅπερ ὁ Böckh ἑρμηνεύει διὰ τοῦ καθάρσιος, καθαρτικὸς (ἐκ τοῦ καίω, καῦσις)· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει κεῖα καὶ κήϊα μετὰ τῆς ἑρμηνείας καθάρματα.