καῦσις
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A burning, [τῶν ἱρῶν] Hdt.2.40; λύχνοι τῆς κ. LXX Ex. 39.17 (37), cf. PLond.3.1177.74 (ii A.D.).
II in Surgery, cautery, Hp.Mochl.3; ἢ καύσει ἢ τομῇ Pl.R. 406d: in plural, Hp.Art.11, Pl.R. 426b, Ti.65b.
III in plural, burning heat, ψύξεις τε καὶ κ. Id.Tht. 156b.
IV smelting, χαλκοῦ, ἀργύρου, Str.14.6.5.
German (Pape)
[Seite 1408] ἡ, das Brennen, Verbrennen; τῶν ἱρῶν Her. 2, 40; bes. vom Brennen der Aerzte, das mit dem Schneiden ihre Hauptkur war, καὶ τομαὶ τοῦ σώματος Plat. Tim. 65 b, öfter; τὰς καύσεις καὶ τομὰς τῶν ἰατρῶν ὑπομένειν Isocr. 8, 40. – Sonnenhitze, Gegensatz ψῦξις, Plat. Theaet. 156 b.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
brûlure, cautérisation.
Étymologie: καίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καῦσις -εως, ἡ [κάω] verbranding; brandende hitte. geneesk. cauterisatie, uitbranding:. καύσει ἢ τομῇ χρησάμενος door van branding of snijden gebruik te maken Plat. Resp. 406d.
Russian (Dvoretsky)
καῦσις: εως ἡ
1 сжигание, сожжение (τῶν ἱρῶν Her.);
2 мед. прижигание, выжигание (καύσεις καὶ τομαὶ τοῦ σώματος Plat.);
3 жжение, жар: ψύξεις τε καὶ καύσεις Plat. ощущения холода и тепла;
4 выжженность, сухость (sc. τῆς γῆς NT).
English (Strong)
from καίω; burning (the act): be burned.
English (Thayer)
καύσεως, ἡ (καίω), burning, burning up: ἧς τό τέλος εἰς καῦσιν, the fate of which land (appointed it by God) Isaiah, to be burned up (by fire and brimstone from heaven cf. Herodotus, Plato, Isocrates, Plutarch, others; the Sept..)
Greek Monolingual
καῡσις, ἡ (Α)
βλ. καύση.
Greek Monotonic
καῦσις: -εως, ἡ (καίω), κάψιμο, καύση, σε Ηρόδ.· στη χειρουργική επιστήμη, καυτηρίαση, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
καῦσις: -εως, ἡ, «καύσιμον», τὸ καίειν, τῶν ἱρῶν Ἡρόδ. 2. 40·- ἐν τῇ χειρουργικῇ, καυτήριον, Ἱππ. Μοχλ. 862, π. Ἄρθρ. 787· ἢ καύσει ἢ τομῇ Πλάτ. Πολ. 406D· ἐν τῷ πληθ., τὰς καύσεις καὶ τὰς τομὰς τοῦ σώματος αὐτόθι 426Β, Τίμ. 65Β. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, φλογερὰ θερμότης, καύσεις καὶ ψύξεις. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 156Β, πρβλ. καῦμα (συχνότερον). ΙΙ. στίλβωσις διὰ θερμοῦ κηροῦ, Βιτρούβ. 7. 9.
Middle Liddell
καῦσις, εως καίω
a burning, Hdt.:—in surgery, cautery, Plat.
Chinese
原文音譯:kaàsij 考西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:燃燒(著)
字義溯源:在燃燒,焚燒;源自(καίω)*=燒)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 焚燒(1) 來6:8