κρινάνθεμον

Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό,
A houseleek, Hp.Nat.Mul.32.
2 = ἡμεροκαλλές, Ps.-Dsc.3.122.

German (Pape)

[Seite 1509] τό, Hauslaub, sedum, Hippocr.

Spanish

siempreviva

Greek Monolingual

κρινάνθεμον, τὸ (Α)
1. το φυτό ευαείζωον το επίστεγον που φυτρώνει στις στέγες τών σπιτιών
2. το φυτό ημεροκαλλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ἄνθεμον.

Léxico de magia

τό bot. siempreviva λωτομήτραν, κ., βούνιον pulpa del fruto del loto, siempreviva, nabo P III 333 (fr. lac.) oculta bajo nombres secretos γόνος Ἄμμωνος· κ. semen de Amón es siempreviva P XII 440