βομβητικός
English (LSJ)
βομβητική, βομβητικόν, humming, Eust.945.23:—also βομβικός, ή, όν, τὸ τῶν θρήνων β. Sch. metr.Pi.O.1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
zumbón, que zumba ζωύφιον ... βομβητικὸν ἐν τῷ πέτεσθαι Eust.945.23.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βομβητικός: -ή, -όν, βομβῶν, Εὐστ. 945. 23· βομβικός, ή, όν, Σχόλ. Πινδ.
Greek Monolingual
βομβητικός, -ή, -όν (Μ) βομβητής
ο βομβικός.