βομβήεις

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβήεις Medium diacritics: βομβήεις Low diacritics: βομβήεις Capitals: ΒΟΜΒΗΕΙΣ
Transliteration A: bombḗeis Transliteration B: bombēeis Transliteration C: vomvieis Beta Code: bombh/eis

English (LSJ)

βομβήεσσα, βομβήεν, = βομβητικός, APl.4.74; κῦμα Nonn. D. 3.32.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
zumbón μέλισσα AP 16.74
retumbante κῦμα Nonn.D.3.32.

German (Pape)

[Seite 453] εσσα, εν, summend, μέλισσα Ep. ad. 467 (Plan. 74); brausend, κῦμα Nonn. D. 3, 32.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
1 qui bourdonne (abeille);
2 qui gronde (flot).
Étymologie: βόμβος.

Greek (Liddell-Scott)

βομβήεις: εσσα, εν, = βομβητικός, Ἀνθ. II. 4. 74.

Greek Monolingual

βομβήεις, -εσσα, -εν (Α) βόμβος
ο γεμάτος βόμβο.

Greek Monotonic

βομβήεις: -εσσα, -εν (βομβέω), αυτός που βουΐζει, αυτός που ζουζουνίζει, σε Ανθ.

Middle Liddell

βομβέω
humming, buzzing, Anth.