κελαινιάω
English (LSJ)
to be black, in Ep.3pl. κελαινιόωσι, Opp.H.4.67; part. κελαινιόων Nonn. D. 38.18.
German (Pape)
[Seite 1414] schwarz sein, sich schwärzen; νεφέων δὲ κελαινιόωσι καλύπτραι Opp. Hal. 4, 67; κελαινιόωντι πέπλῳ Nonn. D. 38, 18.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινιάω: κελαινός, μέλας εἰμί, «μαυρίζω», κατ’ Ἐπικ. γ' πληθ. κελαινιόωσι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 67· μετοχ. κελαινιόων πέπλος Νόνν. Δ. 38. 18· «κελαινόων· μελαινόμενος» Ἡσύχ.