περιβλητικός

Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

περιβλητική, περιβλητικόν, fit for amplifying, σχῆμα Hermog. Id.1.9, Eust.1968.23. Adv. περιβλητικῶς Id.1949.17.

German (Pape)

[Seite 570] ή, όν, zum Umwerfen geschickt, Sp.

Russian (Dvoretsky)

περιβλητικός: рит. служащий оболочкой для мысли, т. е. оформляющий (σχῆμα).

Greek (Liddell-Scott)

περιβλητικός: -ή, -όν, κατάλληλος ὅπως περιβάλῃ τὰ διανοήματα διά λέξεων, σχῆμα Ρήτορες (Walz) 3. 268, Εὐστ. 1968, 23. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1949. 17.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ περιβάλλω
ο ικανός να αναπτύσσει έναν λόγο διεξοδικώς («περιβλητικὸν σχῆμα», Ερμογ.).
επίρρ...
περιβλητικῶς
με τρόπο περιβλητικό.