περιβλητικός
English (LSJ)
περιβλητική, περιβλητικόν, fit for amplifying, σχῆμα Hermog. Id.1.9, Eust.1968.23. Adv. περιβλητικῶς Id.1949.17.
German (Pape)
[Seite 570] ή, όν, zum Umwerfen geschickt, Sp.
Russian (Dvoretsky)
περιβλητικός: рит. служащий оболочкой для мысли, т. е. оформляющий (σχῆμα).
Greek (Liddell-Scott)
περιβλητικός: -ή, -όν, κατάλληλος ὅπως περιβάλῃ τὰ διανοήματα διά λέξεων, σχῆμα Ρήτορες (Walz) 3. 268, Εὐστ. 1968, 23. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1949. 17.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ περιβάλλω
ο ικανός να αναπτύσσει έναν λόγο διεξοδικώς («περιβλητικὸν σχῆμα», Ερμογ.).
επίρρ...
περιβλητικῶς
με τρόπο περιβλητικό.