ἀγέστρατος

Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, host-leading, Ἀθήνη Hes.Th.925; ἦχος, αὐλός, Nonn. D. 26.15, 28.28.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 conductor del ejército de Atenea, Hes.Th.925.
2 que convoca al ejército σάλπιγγος ἀγέστρατος ἦχος Nonn.D.26.15, ἀγέστρατος αὐλός Ἐνυοῦς Nonn.D.28.28.

German (Pape)

[Seite 13] Athene, die Heerführerin, Hes. Th. 925; Nonn. adj. σάλπιγγος ἦχος 26, 15; ἐνυοῦς αὐλός 28, 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui conduit ou entraîne les armées.
Étymologie: ἄγω, στρατός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀγέστρατος -ου ἄγω, στρατός adj., die legers aanvoert (van Athena).

Russian (Dvoretsky)

ἀγέστρᾰτος: ведущий войска (Τριτογένεια Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέστρατος: ὁ, ἡ, ὁ στρατὸν ἄγων, ὁδηγῶν, Ἀθήνη, Ἡσ. Θ. 925, σάλπιγξ, αὐλός, Νόνν. Δ. 26. 15., 28. 28.

Greek Monotonic

ἀγέστρατος: ὁ, ἡ, αυτός που οδηγεί το στράτευμα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

host-leading, Hes.